άκαλτσος

άκαλτσος
-η, -ο
ο ακάλτσωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακάλτσωτος — ακάλτσωτος, η, ο και άκαλτσος, η, ο 1. αυτός που δε φορεί κάλτσες, ο ξεκάλτσωτος: Βάζει τα παπούτσια του ακάλτσωτος. 2. (για πουλιά), αυτός που δεν έχει φτερά στα πόδια: Ο κόκορας αυτός είναι ακάλτσωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”